- αναφλογίζω
- (Α ἀναφλογίζω)αναφλέγω, ανάβω, κάνω να βγει νέα φλόγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφλογίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, εκθέτω κάτι ξανά στη φλόγα, εξάπτω, ερεθίζω: Με τη σύντομη ομιλία του ζήτησε να αναφλογίσει τα πατριωτικά τους αισθήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναφλογίσαι — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεφλόγισεν — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)